- ὀκτάπλεθρος
- ὀκτά-πλεθρος, ον,A eight plethra long or large, D.H.4.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάπλεθρος — ὀκτάπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος η πλάτος ή μέγεθος ίσο με οκτώ πλέθρα («[ναὸς] ὀκτάπλεθρος τὴν περίοδον», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πλέθρον] … Dictionary of Greek
ὀκτάπλεθρος — eight plethra long masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάπλεθρον — ὀκτάπλεθρος eight plethra long masc/fem acc sg ὀκτάπλεθρος eight plethra long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek